αυτοκράτορας

希臘語

编辑

其他形式

编辑

詞源

编辑

繼承古希臘語 αὐτοκράτωρ (autokrátōr)

發音

编辑

名詞

编辑

αυτοκράτορας (aftokrátorasm (复数 αυτοκράτορες,阴性 αυτοκράτειρα αυτοκρατόρισσα)

  1. 皇帝
  2. (純正希臘語) αυτοκράτωρ (aftokrátor)賓格複數形式。

變格

编辑

相關詞彙

编辑