希臘語 编辑

詞源 编辑

繼承古希臘語 βασκανία (baskanía)

名詞 编辑

βασκανία (vaskaníaf (复数 βασκανίες)

  1. (民間傳說) 邪眼

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

延伸閱讀 编辑