希臘語

编辑

發音

编辑

名詞

编辑

μάτιασμα (mátiasman (复数 ματιάσματα)

  1. (民間傳說) 邪眼

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑
  • αμάτιαστος (amátiastos, 不受邪眼影響的)
  • μάτιασμα n (mátiasma, 邪眼)

延伸閱讀

编辑