μάτιασμα
希腊语 编辑
发音 编辑
名词 编辑
μάτιασμα (mátiasma) n (复数 ματιάσματα)
- (民间传说) 邪眼
变格 编辑
μάτιασμα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | μάτιασμα • | ματιάσματα • |
属格 | ματιάσματος • | ματιασμάτων • |
宾格 | μάτιασμα • | ματιάσματα • |
呼格 | μάτιασμα • | ματιάσματα • |
近义词 编辑
相关词汇 编辑
- αμάτιαστος (amátiastos, “不受邪眼影响的”)
- μάτιασμα n (mátiasma, “邪眼”)