βιβλιοθηκάριος

希臘語

编辑

詞源

编辑

βιβλιοθήκη (vivliothíki, 圖書館) +‎ -άριος (-ários)

名詞

编辑

βιβλιοθηκάριος (vivliothikáriosm f (复数 βιβλιοθηκάριοι)

  1. 圖書管理員

變格

编辑