希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 βλεφαρίς (blepharís),源自βλέφαρον (blépharon)

名詞 编辑

βλεφαρίδα (vlefarídaf (复数 βλεφαρίδες)

  1. (解剖學) 睫毛
  2. (動物學) 纖毛

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見 编辑