γραμματοκιβώτιο

希臘語 编辑

詞源 编辑

γραμματο- (grammato-, 郵政) +‎ κιβώτιο (kivótio, )

名詞 编辑

γραμματοκιβώτιο (grammatokivótion (复数 γραμματοκιβώτια)

  1. 信箱

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見 编辑