希臘語

编辑

名詞

编辑

γόνδολα (góndolaf (复数 γόνδολες)

  1. 貢多拉
  2. 飛艇吊艙
    近義詞: λέμβος (lémvos)

變格

编辑

參見

编辑

拓展閱讀

编辑