διαμέρισμα
希臘語 编辑
詞源 编辑
仿譯自法語 appartement,等同於διαμερίζω (diamerízo, “分割”) + -μα (-ma),最早見於1871年。[1]
名詞 编辑
διαμέρισμα (diamérisma) n (复数 διαμερίσματα)
變格 编辑
διαμέρισμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | διαμέρισμα • | διαμερίσματα • |
屬格 | διαμερίσματος • | διαμερισμάτων • |
賓格 | διαμέρισμα • | διαμερίσματα • |
呼格 | διαμέρισμα • | διαμερίσματα • |