δρομολόγιο
希臘語
编辑名詞
编辑δρομολόγιο (dromológio) n (复数 δρομολόγια)
- 行程
- 近義詞:οδοιπορικό (odoiporikó)
- 時間表
- 近義詞:χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma)
變格
编辑δρομολόγιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | δρομολόγιο • | δρομολόγια • |
屬格 | δρομολογίου • | δρομολογίων • |
賓格 | δρομολόγιο • | δρομολόγια • |
呼格 | δρομολόγιο • | δρομολόγια • |