δρομολόγιο

希臘語

編輯

名詞

編輯

δρομολόγιο (dromológion (複數 δρομολόγια)

  1. 行程
    近義詞: οδοιπορικό (odoiporikó)
  2. 時間表
    近義詞: χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma)

變格

編輯