εκατόνταρχος

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 ἑκατόνταρχος (hekatóntarkhos)

名詞

编辑

εκατόνταρχος (ekatóntarchosf (复数 εκατόνταρχοι)

  1. (軍事歷史) 百夫長

變格

编辑

相關詞彙

编辑

參見

编辑