εκατόχρονος

希臘語 编辑

形容詞 编辑

εκατόχρονος (ekatóchronosm (陰性 εκατόχρονη, 中性 εκατόχρονο)

  1. 百年的,世紀

變格 编辑

相關詞彙 编辑