希臘語

编辑

發音

编辑

名詞

编辑

εμπειρία (empeiríaf (复数 εμπειρίες)

  1. 經驗
    από την προσωπική του εμπειρίαapó tin prosopikí tou empeiría來自個人經驗

變格

编辑

同類詞彙

编辑

相關詞彙

编辑