εμπειρισμός

希臘語 编辑

詞源 编辑

借自法語 empirisme

發音 编辑

名詞 编辑

εμπειρισμός (empeirismósm (复数 εμπειρισμοί)

  1. 經驗而非理論知識做事 (有時帶貶義)
  2. (哲學) 經驗主義

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

並參見:έμπειρος (émpeiros, 有經驗的)

延伸閱讀 编辑