首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
εμπορείο
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
εμπορείο
(
emporeío
)
n
(复数
εμπορεία
)
(
過時
)
貿易
中心
(
尤其指港口
)
(
過時
)
貿易站
變格
编辑
εμπορείο的變格
單數
複數
主格
εμπορείο
•
εμπορεία
•
屬格
εμπορείου
•
εμπορείων
•
賓格
εμπορείο
•
εμπορεία
•
呼格
εμπορείο
•
εμπορεία
•
相關詞彙
编辑
參見:
εμπόριο
n
(
empório
,
“
商業,貿易
”
)