εμπόρισσα
希臘語
编辑名詞
编辑εμπόρισσα (empórissa) f (复数 εμπόρισσες,阳性 έμπορας)
變格
编辑εμπόρισσα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | εμπόρισσα • | εμπόρισσες • |
屬格 | εμπόρισσας • | εμπορισσών • |
賓格 | εμπόρισσα • | εμπόρισσες • |
呼格 | εμπόρισσα • | εμπόρισσες • |
相關詞彙
编辑- 參見:εμπόριο n (empório, “商業,貿易”)