希臘語

编辑

形容詞

编辑

εμφύλιος (emfýliosm (陰性 εμφύλια,中性 εμφύλιο)

  1. 群體內部的;國內
    εμφύλιος πόλεμοςemfýlios pólemos
    εμφύλια διαμάχηemfýlia diamáchi內部衝突

變格

编辑

派生詞

编辑