首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ενδοχώρα
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
相關詞彙
1.3
拓展閱讀
希臘語
编辑
詞源
编辑
ενδο-
(
endo-
,
“
在裡面,在內部
”
)
+
χώρα
(
chóra
,
“
土地
”
)
名詞
编辑
ενδοχώρα
(
endochóra
)
f
(不可数)
內陸
,
內地
變格
编辑
ενδοχώρα的變格
單數
複數
主格
ενδοχώρα
•
ενδοχώρες
•
屬格
ενδοχώρας
•
ενδοχωρών
•
賓格
ενδοχώρα
•
ενδοχώρες
•
呼格
ενδοχώρα
•
ενδοχώρες
•
相關詞彙
编辑
χώρα
f
(
chóra
,
“
土地;國家
”
)
拓展閱讀
编辑
ενδοχώρα
in
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
[
Dictionary of Standard Modern Greek
], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.