επισκέπτομαι

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἐπισκέπτομαι (檢查)。等同於επι- (超,越) +‎ σκέπτομαι (想,認為)

發音 编辑

動詞 编辑

επισκέπτομαι (episképtomai) 異態動詞 (過去簡單式 επισκέφτηκα/επισκέφθηκα)(正式形:επισκέφθηκα

  1. 拜訪參觀

變位 编辑

相關詞彙 编辑