ερωτηματικός
希臘語
编辑形容詞
编辑ερωτηματικός (erotimatikós) m (陰性 ερωτηματική,中性 ερωτηματικό)
- 疑問的
- ερωτηματικές προτάσεις ― erotimatikés protáseis ― 疑問句
變格
编辑 ερωτηματικός 的變格
派生詞
编辑- ερωτηματική αντωνυμία f (erotimatikí antonymía, “疑問代詞”)
相關詞彙
编辑- ερωτώ (erotó, “問,提問”)
- ερώτηση f (erótisi, “提問,問題”)
- ερωτηματικό n (erotimatikó, “問號”)