ερωτηματικό

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自ερωτηματικός (erotimatikós, 疑問的)

名詞

编辑

ερωτηματικό (erotimatikón (复数 ερωτηματικά)

  1. (語法印刷) 問號;

變格

编辑

參見

编辑
參見:Appendix:希臘語標點符號Appendix:希臘字母#變音記號

形容詞

编辑

ερωτηματικό (erotimatikó)

  1. ερωτηματικός (erotimatikós)主格單數中性形式。
  2. ερωτηματικός (erotimatikós)賓格單數陽性形式。
  3. ερωτηματικός (erotimatikós)賓格單數中性形式。
  4. ερωτηματικός (erotimatikós)呼格單數中性形式。