ισημερινός
參見:Ισημερινός
希臘語
编辑名詞
编辑ισημερινός (isimerinós) m (复数 ισημερινοί)
變格
编辑ισημερινός的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ισημερινός • | ισημερινοί • |
屬格 | ισημερινού • | ισημερινών • |
賓格 | ισημερινό • | ισημερινούς • |
呼格 | ισημερινέ • | ισημερινοί • |
同類詞彙
编辑- αρκτικός κύκλος m (arktikós kýklos, “北極圈”)
- ανταρκτικός κύκλος m (antarktikós kýklos, “南極圈”)
拓展閱讀
编辑- ισημερινός在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
形容詞
编辑ισημερινός (isimerinós) m (陰性 ισημερινή,中性 ισημερινό)
變格
编辑 ισημερινός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ισημερινός | ισημερινή | ισημερινό | ισημερινοί | ισημερινές | ισημερινά |
屬格 | ισημερινού | ισημερινής | ισημερινού | ισημερινών | ισημερινών | ισημερινών |
賓格 | ισημερινό | ισημερινή | ισημερινό | ισημερινούς | ισημερινές | ισημερινά |
呼格 | ισημερινέ | ισημερινή | ισημερινό | ισημερινοί | ισημερινές | ισημερινά |
相關詞彙
编辑- (國籍): 參見:Ισημερινός f (Isimerinós, “厄瓜多爾/厄瓜多”)
拓展閱讀
编辑- Ισημερινός (χώρα)在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el