ισημερινός

希腊语

编辑

名词

编辑

ισημερινός (isimerinósm (复数 ισημερινοί)

  1. (地理学制图学) 赤道

变格

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑

形容词

编辑

ισημερινός (isimerinósm (阴性 ισημερινή,中性 ισημερινό)

  1. (地理学制图学) 赤道
  2. (国籍) 厄瓜多尔/厄瓜多

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑