ισόγλωσσο
希臘語
编辑詞源
编辑名詞
编辑ισόγλωσσο (isóglosso) n (复数 ισόγλωσσα)
- (語言學) 同言線
- (陰性形) ισόγλωσσος (isóglossos)的賓格單數形式。
變格
编辑ισόγλωσσο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ισόγλωσσο • | ισόγλωσσα • |
屬格 | ισογλώσσου • | ισογλώσσων • |
賓格 | ισόγλωσσο • | ισόγλωσσα • |
呼格 | ισόγλωσσο • | ισόγλωσσα • |
其他寫法
编辑- ισόγλωσση f (isóglossi)
- ισόγλωσσος f (isóglossos)
相關詞彙
编辑- γλώσσα f (glóssa, “舌頭,語言”)