γλώσσα
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑γλώσσα (glóssa) f (复数 γλώσσες)
- (解剖學) 舌頭
- Πρόσεξε μη δαγκώσεις κατά λάθος τη γλώσσα σου.
- Prósexe mi dagkóseis katá láthos ti glóssa sou.
- 注意,別不小心咬到自己的舌頭。
- Ο Παππούς έχει καρκίνο της γλώσσας.
- O Pappoús échei karkíno tis glóssas.
- 爺爺患了舌癌。
- (比喻義):
- (語言學,轉喻義) 語言
- Η Ελληνική είναι πλούσια γλώσσα.
- I Ellinikí eínai ploúsia glóssa.
- 希臘語是一門富有的語言。
- Ποια είναι η επίσημη γλώσσα εδώ;
- Poia eínai i epísimi glóssa edó?
- 這裡的官方語言是哪種?
- μητρική γλώσσα ― mitrikí glóssa ― 母語
- φυσική γλώσσα ― fysikí glóssa ― 自然語言
- τεχνητή γλώσσα ― technití glóssa ― 人工語言
- 鰨 (Solea solea)
- Φάγαμε χθες γλώσσα για βραδινό.
- Fágame chthes glóssa gia vradinó.
- 昨天晚餐我們吃了鰨魚。
變格
编辑γλώσσα的變格
近義詞
编辑- (鞋拔): γλωσσίδι n (glossídi)
派生詞
编辑- αλλογλώσσος (alloglóssos, “用外語”)
- βγάζω γλώσσα (vgázo glóssa, “回嘴,頂嘴”)
- γλωσσ. (gloss., 縮寫)
- γλώσσα προγραμματισμού f (glóssa programmatismoú, “編程語言”)
- γλωσσάκι n (glossáki, 指小詞)
- γλωσσίτσα f (glossítsa, 指小詞)
- δαγκώνω τη γλώσσα μου (dagkóno ti glóssa mou, “緘默”)
- ισόγλωσσο f (isóglosso, “同言線”)
- στην άκρη της γλώσσας (stin ákri tis glóssas, “話在嘴邊”)