希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 γλῶσσα (glôssa)

发音

编辑

名词

编辑

γλώσσα (glóssaf (复数 γλώσσες)

  1. (解剖学) 舌头
    Πρόσεξε μη δαγκώσεις κατά λάθος τη γλώσσα σου.
    Prósexe mi dagkóseis katá láthos ti glóssa sou.
    注意,别不小心咬到自己的舌头
    Ο Παππούς έχει καρκίνο της γλώσσας.
    O Pappoús échei karkíno tis glóssas.
    爷爷患了癌。
  2. (比喻义)
    1. 鞋拔
      η γλώσσα του παπουτσιούi glóssa tou papoutsioú拔子
    2. 火舌
      πύρινες γλώσσες φωτιάςpýrines glósses fotiás喷吐的火
    3. 伸入湖海的长条状土地
      γλώσσα στεριάς που προχωρεί στη θάλασσαglóssa steriás pou prochoreí sti thálassa伸入海中的长条状土地
  3. (语言学转喻义) 语言
    Η Ελληνική είναι πλούσια γλώσσα.
    I Ellinikí eínai ploúsia glóssa.
    希腊语是一门富有的语言
    Ποια είναι η επίσημη γλώσσα εδώ;
    Poia eínai i epísimi glóssa edó?
    这里的官方语言是哪种?
    μητρική γλώσσαmitrikí glóssa
    φυσική γλώσσαfysikí glóssa自然语言
    τεχνητή γλώσσαtechnití glóssa人工语言
  4. Solea solea
    Φάγαμε χθες γλώσσα για βραδινό.
    Fágame chthes glóssa gia vradinó.
    昨天晚餐我们吃了鳎鱼

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑

拓展阅读

编辑