古希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

中古動詞,起於10世紀,與古希臘語 κάθημαι (káthēmai, 坐下;空閒)共時。[1]

發音

编辑

動詞

编辑

κάθομαι (káthomai)

  1. (中世紀拜占庭)
    1. )在
    2. 居住
    3. 停留
    4. (軍事) 扎營
    5. 處於某種狀態情況
      • 16-17世紀 Θρῆνος τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων. [四主教輓歌] Ed: Karl Krumbacher.
        κάθομαι εἰς λύπηνkáthomai eis lúpēn我感到悲傷 (字面意思是「在悲傷中」)
    6. 與人交際
      • 12世紀 Σπανέας. [Spaneas] B.212.(通俗教化詩)
        ὅταν μέ φίλους κάθεσαι, μνήσκου τούς ἀποδήμους
        hótan mé phílous káthesai, mnḗskou toús apodḗmous
        當你和朋友們在一起時,記住那些不在的人(在很遠地方的人)
      • 12世紀 Σπανέας. [Spaneas] Α.45.(通俗教化詩)
        κάθου κι ἀνάγνωθέ τους
        káthou ki anágnōthé tous
        (請為本使用例添加中文翻譯)
        (字面意思是「坐下讀給他們聽」)
    7. 空閒無所事事
      • 15世紀 Λεόντιος Mαχαιρᾶς [Leontios Machaeras], Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Kύπρου... 36815. Ed. R.M. Dawkins, Recital concerning the sweet land of Cyprus entitled “Chronicle”, Oxford 1932
        νά κουρσεύγουν τό νησίν κι ἐμείς νά καθούμεθαν
        ná kourseúgoun tó nēsín ki emeís ná kathoúmethan
        他們搶走了島嶼和我們;我們無所事事地坐著

派生詞

编辑

派生語彙

编辑
  • 希臘語: κάθομαι (káthomai)

參考資料

编辑

希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

源自中世紀中古希臘語 κάθομαι (居住,停留),源自古希臘語 κάθημαι (káthēmai, 坐,坐下,空閒)

發音

编辑

動詞

编辑

κάθομαι (káthomai) 異態動詞 (過去簡單式 κάθισα/έκατσα)

  1. 坐下
    1. 近義詞:στέκομαι (stékomai)στήνομαι (stínomai)
    2. 停留居住
  2. (用於活動、心境)
    1. (+ να)
    2. 空閒無所事事
    3. 耐心
  3. 沉積沉澱
    近義詞:καθιζάνω (kathizáno)κατακάθομαι (katakáthomai)
  4. (俗語) 結果不好
  5. (俗語) 偶然發生

變位

编辑

派生詞

编辑
派生詞
複合詞
短語

相關詞彙

编辑

參考資料

编辑
  1. κάθομαι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.