κέντρο
希臘語
编辑詞源
编辑名詞
编辑κέντρο (kéntro) n (复数 κέντρα)
- 中間,中心
- κέντρο της πόλης ― kéntro tis pólis ― 市中心
- 中心 (建築、機構名稱)
- κέντρο υγείας ― kéntro ygeías ― 保健中心
- κέντρο νεότητας ― kéntro neótitas ― 青年俱樂部
- (幾何學) 中心
- (比喻義) 焦點,中心
- το κέντρο της πνευματικής ζωής
- to kéntro tis pnevmatikís zoḯs
- 理性生活的中心
變格
编辑κέντρο的變格
相關詞彙
编辑- κεντρικός (kentrikós)