希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 κέντρον (kéntron)

名词

编辑

κέντρο (kéntron (复数 κέντρα)

  1. 中间中心
    κέντρο της πόληςkéntro tis pólis中心
  2. 中心 (建筑、机构名称)
    κέντρο υγείαςkéntro ygeías保健中心
    κέντρο νεότηταςkéntro neótitas青年俱乐部
  3. (几何学) 中心
  4. (比喻义) 焦点中心
    το κέντρο της πνευματικής ζωής
    to kéntro tis pnevmatikís zoḯs
    理性生活的中心

变格

编辑

相关词汇

编辑