καλλιέργεια
希臘語
编辑名詞
编辑καλλιέργεια (kalliérgeia) f (复数 καλλιέργειες)
- (生物學,微生物學) 培養
- κυττάρων μέσα καλλιέργειας
- kyttáron mésa kalliérgeias
- 細胞培養基
- (比喻義) 培育
- Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
- I kalliérgeia ton kalýteron diethnón schéseon.
- 構築更好的國際關係。
- Ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.
- Énas skopós tou mathímatos eínai i kalliérgeia tis kritikís sképsis.
- 本課程的其中一個目標是培養批判性思維。
- (園藝學) 栽培
變格
编辑καλλιέργεια的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καλλιέργεια • | καλλιέργειες • |
屬格 | καλλιέργειας • | καλλιεργειών • |
賓格 | καλλιέργεια • | καλλιέργειες • |
呼格 | καλλιέργεια • | καλλιέργειες • |
參見
编辑- πολιτισμός m (politismós, “文化”) (國家、民族)
- κουλτούρα f (koultoúra, “文化”) (藝術)