καλλιέργεια

希臘語

編輯

名詞

編輯

καλλιέργεια (kalliérgeiaf (複數 καλλιέργειες)

  1. (生物學微生物學) 培養
    κυττάρων μέσα καλλιέργειας
    kyttáron mésa kalliérgeias
    細胞培養
  2. (比喻義) 培育
    Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
    I kalliérgeia ton kalýteron diethnón schéseon.
    構築更好的國際關係。
    Ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.
    Énas skopós tou mathímatos eínai i kalliérgeia tis kritikís sképsis.
    本課程的其中一個目標是培養批判性思維。
  3. (園藝學) 栽培

變格

編輯

參見

編輯