καπνίστρια
希臘語
编辑名詞
编辑καπνίστρια (kapnístria) f (复数 καπνίστριες,阳性 καπνιστής)
變格
编辑καπνίστρια的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καπνίστρια • | καπνίστριες • |
屬格 | καπνίστριας • | καπνιστριών • |
賓格 | καπνίστρια • | καπνίστριες • |
呼格 | καπνίστρια • | καπνίστριες • |
相關詞彙
编辑- 參見:καπνίζω (kapnízo, “冒煙,煙熏;吸煙”)