希臘語

编辑

詞源

编辑

及物動詞義繼承自古希臘語 καπνίζω (kapnízō)。等同於καπνός (kapnós, ) +‎ -ίζω (-ízo)。“吸煙”義則是仿譯法語 fumer英語 smoke

發音

编辑

動詞

编辑

καπνίζω (kapnízo) (過去簡單式 κάπνισα被動語態 καπνίζομαι)

  1. (及物) 冒煙
    Η καμινάδα καπνίζει.
    I kamináda kapnízei.
    煙囪在冒煙
    1. 煙熏(食物)
      Καπνίζουμε το ψάρι πάνω σε ξύλα.
      Kapnízoume to psári páno se xýla.
      我們把魚放在木頭上熏烤
  2. (不及物) 吸煙抽煙
    Θέλω να καπνίσω ένα τσιγάρο.
    Thélo na kapníso éna tsigáro.
    我想

變位

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑