καρντάσης
希腊语 编辑
其他形式 编辑
- αρκαντάσης m (arkantásis)
- καρντάσι n (karntási)
词源 编辑
发音 编辑
名词 编辑
καρντάσης (karntásis) m (复数 καρντάσηδες)
变格 编辑
καρντάσης的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καρντάσης • | καρντάσηδες • |
屬格 | καρντάση • | καρντάσηδων • |
賓格 | καρντάση • | καρντάσηδες • |
呼格 | καρντάση • | καρντάσηδες • |
近义词 编辑
- αδελφός m (adelfós)