καταστηματάρχης

希臘語 编辑

詞源 编辑

κατάστημα (katástima, 商店) +‎ -άρχης (-árchis, 領導者,擁有者)

名詞 编辑

καταστηματάρχης (katastimatárchism (复数 καταστηματάρχες,阴性 καταστηματάρχισσα)

  1. 店主

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑