κοκκινομάλλα

希臘語

编辑

詞源

编辑

κόκκινος (kókkinos, 紅色的) +‎ μαλλιά (malliá, 頭髮)

名詞

编辑

κοκκινομάλλα (kokkinomállaf (复数 κοκκινομάλλες)

  1. 頭髮的女性

變格

编辑

相關詞彙

编辑