κουμπότρυπα

希臘語

编辑

詞源

编辑

κουμπό (koumpó, 紐扣) + τρυπα (trypa, )

名詞

编辑

κουμπότρυπα (koumpótrypaf (复数 κουμπότρυπες)

  1. 扣眼

變格

编辑

相關詞彙

编辑