κουνέλι
希臘語
编辑詞源
编辑借自意大利語 coniglio(方言 cunelo,複數 cuneli)。通用希臘語作κύνικλος m (kúniklos)(〈罕〉 κόνικλος)。參見拉丁語cunīculus。[1]對比英語cony。
發音
编辑名詞
编辑κουνέλι (kounéli) n (复数 κουνέλια)
變格
编辑κουνέλι的變格
近義詞
编辑- 〈废〉 κόνικλος m (kóniklos) (見於複合詞)
派生詞
编辑- κουνελάκι n (kouneláki, “小兔子”) (指小詞)
- κούνελος m (koúnelos)
- κουνέλα f (kounéla)
- το πνίγει το κουνέλι (to pnígei to kounéli)
相關詞彙
编辑- κονικλοτροφείο n (koniklotrofeío, “養兔場”)
- κονικλοτροφία f (koniklotrofía, “養兔”)
參見
编辑- λαγός m (lagós, “野兔”)
參考資料
编辑- ↑ κουνέλι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.