λαγός
希臘語 编辑
詞源 编辑
源自古希臘語 λαγώς (lagṓs),源自λαγωός (lagōós),源自原始印歐語 *(s)leg (“下垂,慵懶”),指野兔下垂的耳朵;參見拉丁語langueo、languidis。
名詞 编辑
λαγός (lagós) m (复数 λαγοί,阴性 λαγουδίνα 或 λαγίνα)
變格 编辑
派生詞 编辑
- λαγάς m (lagás, “野兔獵人”)
- λαγουδάκι n (lagoudáki, “小野兔”)
- λαγουδίνα f (lagoudína, “雌野兔”)
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (álla ta mátia tou lagoú ki álla tis koukouvágias, “風馬牛不相及”, 字面意思是“兔眼是一種東西,貓頭鷹的眼睛又是另一種東西”)
參見 编辑
- κουνέλι n (kounéli, “兔”)