κρασί
參見:κράση
希臘語
编辑詞源
编辑源自中古希臘語 κρασίον (krasíon, “混合”, 指小詞),源自古希臘語 κρᾶσις (krâsis, “混合”)。古希臘時期,葡萄酒一般要兌水喝。對比οίνος m (oínos)。
名詞
编辑κρασί (krasí) n (复数 κρασιά)
- 葡萄酒
- λίστα των κρασιών ― lísta ton krasión ― 酒單
使用注意
编辑- 酒杯:ποτήρι του κρασιού (potíri tou krasioú) / ποτήρι κρασιού (potíri krasioú)(字面意思:“葡萄酒的杯子”)
- 一杯葡萄酒:ποτήρι κρασί (potíri krasí)(字面意思:“杯子葡萄酒”)
變格
编辑近義詞
编辑- (正式) οίνος m (oínos)
- 〈废〉 σταφυλίτης m (stafylítis)