κρασοπότηρο

希臘語

编辑

名詞

编辑

κρασοπότηρο (krasopótiron (复数 κρασοπότηρα)

  1. 酒杯

使用注意

编辑
  • 對比:
ποτήρι κρασιού n (potíri krasioú, 酒杯)
ποτήρι του κρασιού n (potíri tou krasioú, 酒杯)
ποτήρι κρασί n (potíri krasí, 一杯酒)

變格

编辑

近義詞

编辑