κυματοθραύστης
希臘語
编辑詞源
编辑源自κύματο (kýmato, “波浪”) + θραύστης (thráfstis, “打碎者”)。
名詞
编辑κυματοθραύστης (kymatothráfstis) m (复数 κυματοθραύστες)
變格
编辑κυματοθραύστης的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κυματοθραύστης • | κυματοθραύστες • |
屬格 | κυματοθραύστη • | κυματοθραυστών • |
賓格 | κυματοθραύστη • | κυματοθραύστες • |
呼格 | κυματοθραύστη • | κυματοθραύστες • |