κύμα
參見:κῦμα
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 κῦμα (kûma)。與馬里烏波爾希臘語 ки́ма (kíma)同源。
發音
编辑名詞
编辑κύμα (kýma) n (复数 κύματα)
- 波浪
- παλιρροϊκό κύμα ― palirroïkó kýma ― 潮汐波
- (物理學) 波
- (比喻義) 浪潮,趨勢
- 2020年11月25日, “Το δεύτερο κύμα [第二波]”, 出自 Η Εφημερίδα των Συντακτών [記者報]:
- Το δεύτερο κύμα της πανδημίας Covid-19 πλήττει με μεγάλη σφοδρότητα τη χώρα μας.
- To déftero kýma tis pandimías Covid-19 plíttei me megáli sfodrótita ti chóra mas.
- 第二波新冠疫情正重創我國。
變格
编辑相關詞彙
编辑- ακύμαντα (akýmanta)
- ακύμαντος (akýmantos)
- ακυμάτιστα (akymátista)
- ακυμάτιστος (akymátistos)
- ακύματος (akýmatos)
- ανεκύμαντος (anekýmantos)
- αντικυμάτωση (antikymátosi)
- αφρόκυμα (afrókyma)
- αφροκύματος (afrokýmatos)
- αφροκυματούσα (afrokymatoúsa)
- διακύμανση (diakýmansi)
- κυμαίνομαι (kymaínomai)
- κύμανση (kýmansi)
- κυματίζω (kymatízo)
- κυματικός (kymatikós)
- κυμάτιο (kymátio)
- κυμάτισμα (kymátisma)
- κυματισμός (kymatismós)
- κυματιστός (kymatistós)
- κυματοειδής (kymatoeidís)
- κυματοθραύστης (kymatothráfstis)
- κυματομορφή (kymatomorfí)
- κυματώδης (kymatódis)
- μικροκύματα (mikrokýmata)
- πολυκύμαντος (polykýmantos)
- προκυμαία (prokymaía)
- ραδιοκύματα (radiokýmata)