參見:κῦμα

希臘語

編輯

詞源

編輯

源自古希臘語 κῦμα (kûma)。與馬里烏波爾希臘語 ки́ма (kíma)同源。

發音

編輯

名詞

編輯

κύμα (kýman (複數 κύματα)

  1. 波浪
    παλιρροϊκό κύμαpalirroïkó kýma潮汐
  2. (物理學)
  3. (比喻義) 浪潮趨勢
    • 2020年11月25日, 「Το δεύτερο κύμα [第二]」, 出自 Η Εφημερίδα των Συντακτών [記者報]:
      Το δεύτερο κύμα της πανδημίας Covid-19 πλήττει με μεγάλη σφοδρότητα τη χώρα μας.
      To déftero kýma tis pandimías Covid-19 plíttei me megáli sfodrótita ti chóra mas.
      第二新冠疫情正重創我國。

變格

編輯

相關詞彙

編輯