λευκοσίδηρος

希腊语

编辑

词源

编辑

λευκός (lefkós, 白色的) +‎ σίδηρος (sídiros, )

名词

编辑

λευκοσίδηρος (lefkosídirosm (不可数)

  1. 鍍錫鋼板
  2. (不嚴謹)

变格

编辑

近义词

编辑