λευκοσίδηρος
希臘語
編輯詞源
編輯λευκός (lefkós, 「白色的」) + σίδηρος (sídiros, 「鐵」)
名詞
編輯λευκοσίδηρος (lefkosídiros) m (不可數)
變格
編輯λευκοσίδηρος (lefkosídiros)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | λευκοσίδηρος • |
屬格 | λευκοσιδήρου • |
賓格 | λευκοσίδηρο • |
呼格 | λευκοσίδηρε • |
近義詞
編輯- (錫): κασσίτερος m (kassíteros)