希臘語 编辑

詞源 编辑

源自法語 leucémie ← 古希臘語 λευκός (leukós, 白色) + αἷμα (haîma, )

發音 编辑

名詞 编辑

λευχαιμία (lefchaimíaf (复数 λευχαιμίες)

  1. 白血病

變格 编辑

相關詞彙 编辑