λευχαιμία
希腊语
编辑词源
编辑源自法语 leucémie ← 古希腊语 λευκός (leukós, “白色”) + αἷμα (haîma, “血”)。
发音
编辑名词
编辑λευχαιμία (lefchaimía) f (复数 λευχαιμίες)
变格
编辑λευχαιμία的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | λευχαιμία • | λευχαιμίες • |
属格 | λευχαιμίας • | λευχαιμιών • |
宾格 | λευχαιμία • | λευχαιμίες • |
呼格 | λευχαιμία • | λευχαιμίες • |
相关词汇
编辑- λευχαιμικός (lefchaimikós)
- λευχ- (lefch-)