λιανεμπόριο
希臘語
编辑詞源
编辑源自λιανικός (lianikós, “零售的”) + εμπόριο (empório, “商業,貿易”)。
名詞
编辑λιανεμπόριο (lianempório) n (复数 λιανεμπόρια)
變格
编辑λιανεμπόριο (lianempório)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | λιανεμπόριο • |
屬格 | λιανεμπορίου • |
賓格 | λιανεμπόριο • |
呼格 | λιανεμπόριο • |
反義詞
编辑- χονδρεμπόριο n (chondrempório, “批發店”)
相關詞彙
编辑- 參見:εμπόριο n (empório, “商業,貿易”)